- γονυκαυσαγρυπνα
- γονυκαυσαγρύπναv. l. γονυ-κλαυσ-αγρύπνα, adj. f жгучая боль в коленях, не дающая заснуть
(ποδάγρα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ποδάγρα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γονυκαυσαγρύπνα — γονυκαυσαγρύπνᾱ , γονυκαυσαγρύπνα keeping awake by inflammation of the knee fem nom/voc/acc dual γονυκαυσαγρύπνᾱ , γονυκαυσαγρύπνα keeping awake by inflammation of the knee fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονυκαυσαγρύπνα — γονυκαυσαγρύπνα, η (Α) το να κρατιέται κανείς ξάγρυπνος από φλόγωση στο γόνατο … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek